- παρδαλίζω
- 1. είμαι ποικιλόχρωμος.2. είμαι άσεμνος: Η κόρη τους παρδαλίζει λιγάκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρδαλίζω — [παρδαλός] παρδαλεύω … Dictionary of Greek